- ἀηδῶν
- ἀηδέωfeel disgust atpres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀηδήςdistastefulmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀηδών — songstress fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… … Dictionary of Greek
ἀηδόν — ἀηδών songstress fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόνα — ἀηδών songstress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόνας — ἀηδών songstress fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόνες — ἀηδών songstress fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόνι — ἀηδών songstress fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόνος — ἀηδών songstress fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόσι — ἀηδών songstress fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόσιν — ἀηδών songstress fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)